ενόραμα

ενόραμα
το
ό,τι βλέπει κανείς με την ενόραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ.-γαλλ. intuition). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Σταμ. Βάλβη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”